ἀνήκεστον

ἀνήκεστον
ἀνήκεστος
incurable
masc/fem acc sg
ἀνήκεστος
incurable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”